Ιστορία Σχολής
Η ιδέα του στρατιωτικού επαγγελματισμού ήρθε με την εμφάνιση της επιστημονικής στρατιωτικής θεωρίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, αυτή η άποψη έγινε βάση για συστηματική στρατιωτική εκπαίδευση, στοιχείο απαραίτητο για τα στελέχη του στρατού της εποχής. Όπως τα περισσότερα νέα επαγγέλματα, έτσι και ο στρατιωτικός επαγγελματισμός ήταν το αποτέλεσμα των ιδεών του διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, με επακόλουθο την εμφάνιση στρατιωτικών Σχολών, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στην Ελλάδα ο διαφωτισμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κλάδο του μεγάλου κορμού του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και αναπτύσσεται από τα μέσα του 18ου αιώνα για να διακοπεί με την Επανάσταση. Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο οργανισμού της παιδείας της ελεύθερης Ελλάδας, το οποίο προέβλεπε ως μια από τις τριτοβάθμιες Ακαδημίες και αυτή των Στρατιωτικών. Το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1824, ο συνταγματάρχης Charles Fabvier (Κάρολος Φαβιέρος) (1782-1855) συμφώνησε με την ελληνική κυβέρνηση να του δοθούν 3 ή 4 χιλιάδες στρέμματα στα απελευθερωμένα εδάφη. Σε αντάλλαγμα θα αναλάμβανε ορισμένες υποχρεώσεις, μια από τις οποίες ήταν και η ίδρυση Στρατιωτικής Ακαδημίας.
Ο Καποδίστριας, έχοντας αποφασίσει να διατηρήσει το Τακτικό Σώμα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη πλαισίωσής του με ικανά στελέχη, μακριά από τις τοπικές και προσωπικές αντιζηλίες, έχοντας πιθανόν υπόψη του, τόσο το σχέδιο οργανισμού της παιδείας, όσο και τη συμφωνία κυβέρνησης – Fabvier, προχώρησε, την 1η Ιουλίου 1828, στη σύσταση της Στρατιωτικής Σχολής.
Την οργάνωση της Σχολής την ανέθεσε στον συνταγματάρχη Heideck, γεγονός που πιθανόν να οφείλεται στο ότι ο Καποδίστριας δεν ήθελε μεγάλη ανάμειξη των Γάλλων στα ζητήματα του στρατού. Ο Κυβερνήτης έδωσε στους μαθητές της νεοσύστατης Σχολής το όνομα Ευέλπιδες.
Στις 28 Αυγούστου 1828, αποβιβάστηκε στη Μεθώνη το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Maison και, σχεδόν ταυτόχρονα, διατυπώθηκε πρόταση στον Καποδίστρια για την οργάνωση του τακτικού στρατού από Γάλλους στρατιωτικούς. Παράλληλα, θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καλύπτουν τις δαπάνες συντήρησης του Τακτικού στρατού, με την καταβολή μηνιαίων χρηματικών βοηθημάτων. Ο Κυβερνήτης δεν ήθελε την παράδοση του στρατού στους Γάλλους και διπλωματικά απέκρουσε την πρόταση. Ζήτησε από τον Maison την απόσπαση μερικών εκατοντάδων εθελοντών Φιλελλήνων, οι οποίοι θα εκπαίδευαν και θα ενίσχυαν τις ελληνικές δυνάμεις. Η γαλλική Κυβέρνηση ανέθεσε στον συνταγματάρχη Fabvier να πείσει τον Κυβερνήτη να αναλάβει o ίδιος την ηγεσία και οργάνωση του Τακτικού Σώματος και, παράλληλα , να προωθήσει την γαλλική πολιτική.Τον Δεκέμβριο του 1828 έφθασε ο Fabvier στον Κυβερνήτη και του επέδωσε επιστολή του Στρατάρχη Maison. Η αποστολή του Fabvier διέψευσε τις γαλλικές προσδοκίες. Ο Καποδίστριας για να τον αποφύγει ζήτησε από τον Γάλλο συνταγματάρχη να του δείξει τα σχέδια οργάνωσης, τα οποία δεν υπήρχαν. Ύστερα από αυτό, φρόντισε να συντάξει και δημοσιεύσει πάρα πολύ σύντομα τον οργανισμό του Τακτικού Σώματος (21 Δεκεμβρίου 1828), του οποίου το τέταρτο μέρος αναφερόταν στο «Λόχο τῶν Εὐελπίδων». Το υποτυπώδες πλαίσιο (ψήφισμα) ήταν ατελέστατο και με μεγάλη πιθανότητα θα οδηγούσε σε αποτυχία. Το τέταρτο μέρος του ψηφίσματος αναφερόταν στα «Περί τῶν Εὐελπίδων». Αποτελείτο από 14 άρθρα και έδινε μια πολύ ασαφή εικόνα του τρόπου λειτουργίας του «Λόχου τῶν Εὐελπίδων», όπως ονομάσθηκε.
Το ψήφισμα προσδιόριζε τον τρόπο εξόδου και την ονομασία των Ευελπίδων σε αξιωματικούς. Προέβλεπε ορισμένοι από τους μαθητές, με κριτήρια την ημερομηνία εισόδου, την καλή διαγωγή και την πρόοδο στα μαθήματα, να παίρνουν τον βαθμό του υπαξιωματικού Ευέλπιδος. Αυτοί, μετά από κάποια εκπαίδευση, θα περνούσαν στο Τακτικό Σώμα, εξερχόμενοι ως αξιωματικοί και θα κάλυπταν ένα μέρος των κενών θέσεων ως στελέχη.
Από την οργάνωση της εκπαίδευσης και από την διαδικασία εξόδου φαίνεται ότι δεν ήταν ξεκαθαρισμένα ζητήματα, όπως η διάρκεια των σπουδών, τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων Ευελπίδων και τα παρεχόμενα μαθήματα. Η διεύθυνση της Σχολής ανατέθηκε στον Ιταλό υπολοχαγό Ρωμύλο Santelli. Η πρώτη αυτή απόπειρα λειτουργίας της Σχολής υπήρξε μάλλον ανεπιτυχής.
Ο Καποδίστριας, πριν από την κάθοδο του στην Ελλάδα, θεωρούσε απαραίτητη την παρουσία στρατιωτών, που θα συνέβαλαν στην απελευθέρωση των υποδούλων ακόμη εδαφών και, ταυτόχρονα, θα ήταν φορείς πολιτιστικής ανάπτυξης. Παρά τις προσπάθειές του, δεν κατόρθωσε να στρατολογήσει το κατάλληλο σώμα. Όταν βρέθηκε στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1827, περιορίστηκε να ζητήσει 3-4 Γάλλους αξιωματικούς από τη γαλλική κυβέρνηση (Υπουργείο Πολέμου), για να τους χρησιμοποιήσει ως συμβούλους για την οργάνωση του στρατού στην Ελλάδα. Με υπόδειξη του γαλλικού υπουργείου Πολέμου, έφθασαν στην Ελλάδα ο επτανησιακής καταγωγής Σταμάτης Βούλγαρης, ο Auguste – Theod Garnot και ο γεωγράφος Jean-Pierre-Eugéne- Félic Peytier. Αργότερα, τους ακολούθησε και ο Jean-Henry-Pierre-Augustin Pauzié-Banne (άπαντες ήταν απόφοιτοι της πολυτεχνικής σχολής της Γαλλίας) . Στον Pauzié ανατέθηκε η ίδρυση και διεύθυνση της Σχολής Πυροβολικού, στον Βούλγαρη η εκπόνηση του σχεδίου της Πάτρας και στον Peytier η εκπόνηση του σχεδίου της Κορίνθου.
Ο Pauzié, σε συνάντησή με τον Καποδίστρια, πρότεινε τη σύσταση Στρατιωτικού Πολυτεχνείου. Η συνάντηση των δύο ανδρών πρέπει να πραγματοποιήθηκε πριν τις 2 Δεκεμβρίου 1828. Η παραπάνω πρόταση πιθανόν να έγινε στα πλαίσια της γαλλικής πολιτικής προς την Ελλάδα, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Καποδίστριας απαντά για την πρόταση αυτή στον προξενικό πράκτορα της Γαλλίας Αntoine de Juchereau de Saint-Denys και όχι στον Pauzié. Η θετική απάντηση του Κυβερνήτη, την περίοδο κατά την οποία είχε αποκλείσει την ανάμειξη των Γάλλων στην οργάνωση του τακτικού στρατού, δείχνει ότι η πρόταση εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα και ήταν σύμφωνη με τις αντιλήψεις του Καποδίστρια περί Παιδείας και,επιπλέον, εκτός από αξιωματικούς, το ελληνικό κράτος θα διέθετε μηχανικούς, οι οποίοι θα αναλάμβαναν την οικοδομική και συγκοινωνιακή ανασυγκρότηση της χώρας.
Στόχος της κυβέρνησης ήταν η Σχολή Ευελπίδων να εκπαιδεύσει, αρχικά, δημόσιους μηχανικούς, οι οποίοι θα αναλάμβαναν κρατικά τεχνικά έργα (δημόσια κτήρια, οδοποιία, γεφυροποιία κτλ.) ή τη διεύθυνση των διαφόρων δημόσιων τεχνικών υπηρεσιών, όπως νομισματοκοπείο, αλυκές κτλ και δευτερευόντως, τεχνικούς αξιωματικούς, οι οποίοι θα αναλάμβαναν την οχύρωση της χώρας ή την ανάληψη εκτεταμένων επισκευών του τεχνικού στρατιωτικού υλικού (κυρίως των πυροβόλων.
Το επίπεδο σπουδών της Σχολής (Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο) ήταν το ακόλουθο: η τρίτη (κατώτερη) και η δεύτερη τάξη παρείχαν γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με την παρατήρηση όμως, ότι το μάθημα της Παραστατικής Γεωμετρίας στο δεύτερο έτος εισήγαγε τον μαθητή στην τριτοβάθμια. H διδασκαλία των τεχνικών μαθημάτων, της Μαθηματικής Μηχανικής και του Πυροβολικού στην πρώτη (μεγαλύτερη) τάξη καθιστούσε το περιεχόμενο της εκπαίδευσης τριτοβάθμιο.
Το 1834, με την αλλαγή του Οργανισμού, τα έτη σπουδών αυξήθηκαν στα οκτώ και προστέθηκαν πολλά νέα μαθήματα, με συνέπεια, η παρεχομένη στη Σχολή Ευελπίδων εκπαίδευση, να μπορεί να ενταχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862 και την άφιξη του Γεωργίου το 1863, άλλαξε ο Οργανισμός της Σχολής. Το 1864 δημοσιεύθηκε νέος Οργανισμός, σύμφωνα με τον οποίο οι τάξεις περιορίσθηκαν σε έξι, για τους προοριζόμενους στα τεχνικά όπλα (Πυροβολικό και Μηχανικό), και σε τέσσερις για τα μη τεχνικά (Πεζικό). Οι τρεις πρώτες τάξεις ονομάστηκαν προπαιδευτικές και ήταν κοινές για όλους τους Ευέλπιδες. Για πρώτη φορά καθορίσθηκαν εισαγωγικές εξετάσεις (τα μαθήματα των εισιτηρίων εξετάσεων ήταν Θρησκευτικά, Κατήχηση, Ελληνική Γλώσσα, Αριθμητική, Άλγεβρα και Γεωμετρία). Οι έδρες των μαθημάτων αυξήθηκαν σε 13.
Ο ανωτέρω Οργανισμός διατηρήθηκε σε ισχύ μόνο για περίπου δυο χρόνια, με αποτέλεσμα το 1866 (31 Οκτωβρίου) να εκδοθεί νέος. Σύμφωνα με τον καινούργιο Οργανισμό η διδασκαλία ήταν κατανεμημένη σε πέντε τάξεις: τρεις προπαιδευτικές και δύο εκπαιδευτικές. Στις πρώτες, η εκπαίδευση αφορούσε γενικά μαθήματα, ενώ στις δυο τελευταίες στρατιωτικά. Ο Οργανισμός του 1866 διατηρήθηκε μόνο για ένα χρόνο. Τον Ιούλιο του 1867 διακόπηκε η λειτουργία της Σχολής και οι Ευέλπιδες έμειναν στα σπίτια τους μέχρι να εκδοθεί νέος Οργανισμός.
Το 1870 εκδόθηκε ο νέος Οργανισμός. Οι τάξεις αυξήθηκαν σε επτά. Οι πρώτες πέντε αφορούσαν στη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών μαθημάτων, μετά το πέρας των οποίων προβλεπόταν απολυτήριες εξετάσεις, ώστε οι επιτυχόντες να λαμβάνουν, εάν το επιθυμούσαν, δίπλωμα φυσικομαθηματικών σπουδών με δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του καθηγητή ή του πολιτικού γεωμέτρη (πιθανόν να πρόκειται για τοπογράφους). Αυτοί που θα συνέχιζαν στις άλλες δυο τάξεις θα διδάσκονταν στρατιωτικά μαθήματα. Ως στρατιωτικά μαθήματα λογίζονταν η Αρχιτεκτονική, Συνθέσεις Αρχιτεκτονικής, Εφαρμοσμένη Μηχανική, Γεφυροποιία, Πυροβολική, Πολεμική Τέχνη, Οχυρωτική, Οδοποιία, κτλ. Από τη σύγκριση των προαναφερθέντων στρατιωτικών μαθημάτων με αυτά των φυσικομαθηματικών μαθημάτων, φαίνεται ότι τα πρώτα ήταν εφαρμοσμένα, ενώ τα δεύτερα περισσότερο θεωρητικά.
Ο Οργανισμός αλλάζει για άλλη μια φορά το 1882. Η εκπαίδευση μειώθηκε στα πέντε έτη και συμπεριλάμβανε δύο περιόδους, των φυσικομαθηματικών επιστημών ή θεωρητικό τμήμα και των στρατιωτικών επιστημών ή τμήμα εφαρμογής. Η διάρκεια της πρώτης περιόδου (θεωρητικό τμήμα) ήταν τα τρία πρώτα έτη και του τμήματος εφαρμογής τα δύο τελευταία.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό του 1882, οι καθηγητές των επιστημονικών μαθημάτων μπορούσαν, αν το θεωρούσαν αναγκαίο, να υποχρεώσουν τους Ευέλπιδες να κρατούν σημειώσεις, είτε την ώρα της παράδοσης, είτε να αντιγράφουν τις σημειώσεις που θα έδιναν στις ώρες της μελέτης.
Το τι συνέβη στη Σχολή Ευελπίδων κατά τον Ατυχή Πόλεμο του 1897 μας το περιγράφει ο Στρατηγός Στυλιανός Γονατάς (Απομνημονεύματα Στυλιανού Επ. Γονατά): «Ὀλίγον πρίν τελειώσουν τά μαθήματα τῆς τελευταίας τάξεως ἐκηρύχθη ο Ἑλληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀλυτρώτου τότε ἀκόμη Κρήτης, καί οὕτω διεκόπησαν τά μαθήματα μας. Ὁ πρῲην ὅμως διοικητής μας καί τότε Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν Νικολάος Μεταξᾶς δέν ἠθέλησε νά ἐξέλθωμεν ἀξιωματικοί καί νά μετάσχωμεν τοῦ Πολέμου, ἐνῷ ὁ στρατός εἶχε μεγίστην ἀνάγκην ἀξιωματικῶν, καί τοῦτο διότι ἀπό τῶν πρώτων ἡμερῶν ἔλαβε δυσμενῆ διά τά Ἑλληνικά ὅπλα τροπήν καί κατέληξε τελικῶς εἰς τήν ἧτταν τῆς Ἑλλάδος. Ἐχρησιμοποιήθημεν ὅμως ὡς προγυμνασταί τῶν ἐθελοντῶν καί τῶν νεοσυλλέκτων εἰς τά ἐν Ἀθήναις ἔμπεδα……..
Μετά τήν ἀνακωχήν καί τήν ὁριστικήν συνθηκολόγησιν μετά τῆς Τουρκίας εἰσήλθομεν πάλιν εἰς τήν Σχολήν, ἐπερατώσαμεν τά ὀλίγα μαθήματα τά ὁποῖα ἀπέμεναν καί κατόπιν ἐξετάσεων ὠνομάσθημεν ἀνθυπολοχαγοί τήν 10ην Νοεμβρίου τοῦ 1897, καταταγέντες ὅλοι ὑποχρεωτικῶς εἰς τό Πεζικόν…».
Στους Βαλκανικούς Πολέμους η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για έξι περίπου μήνες. Οι Ευέλπιδες κατατάγηκαν στο στράτευμα και έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις. Από αυτούς έπεσαν ηρωικά ο ανθυπολοχαγός πεζικού Προκόπιος Προκοπάκης, οι ανθυπασπιστές Συμεών Μαλαμής και Άγγελος Μήττας και ο λοχίας Εύελπις Σκαρλάτος Ρουσσέτης (υπάρχει το άγαλμά του στην είσοδο του διοικητηρίου) Για όλο τον 19ο αιώνα, οι απόφοιτοι της Σχολής αποτέλεσαν μέλη της κοινωνικής ομάδας, η οποία ήταν συγκροτημένη από άτομα με τεχνική εξειδίκευση που κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και την κρατική γραφειοκρατία. Η ομάδα αυτή συνετέλεσε αποφασιστικά στην οργάνωση του κράτους, στη διαμόρφωση και στην κατανομή της εξουσίας. Οι απόφοιτοι της Σχολής, παρότι δεν έχουν να επιδείξουν κανένα στρατιωτικό κατόρθωμα, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εξουσίας κατά τον 19ο αιώνα και απετέλεσαν κύριο παράγοντα της εκτέλεσης των δημοσίων έργων, καθώς και της οργάνωσης της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. (Ανδρέας Καστάνης, Η διδασκαλία της Παραστατικής Γεωμετρίας στη Σχολή Ευελπίδων) Ο Ατυχής Πόλεμος (1897) κλόνισε το ηθικό των στρατιωτικών. Το 1904 πολλοί νέοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παύλου Μελά, ανέλαβαν δράση στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα να τονωθεί εκ νέου το ηθικό τους.Ωστόσο η ανάμειξη της βασιλικής οικογένειας στη διοίκηση του Ελληνικού Στρατού προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στα στελέχη και κυρίως στους υπαξιωματικούς, στους οποίους, με νόμο που ετοίμαζαν, απαγορευόταν η προαγωγή υπαξιωματικών (πολλοί είχαν πολεμήσει στο Μακεδωνικό Αγώνα) στο βαθμό του αξιωματικού. Το γεγονός αυτό, καθώς και η επικείμενη αναμέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία αποτέλεσαν τα βασικά αίτια της στρατιωτικής επέμβασης (Στρατιωτικός Σύνδεσμος) του 1909. Βασικός στόχος της επέμβασης, πέρα από τις επαγγελματικές βλέψεις των στρατιωτικών, ήταν η πολεμική αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιανουάριο του 1911, ήρθε η γαλλική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Eydoux. Στις Σχολές Ευελπίδων και Υπαξιωματικών (Η Σχολή Υπαξιωματικών ήταν σχολή παραγωγής αξιωματικών του πεζικού, ιππικού και επιμελητίας. Ονομάσθηκε Σχολή Υπαξιωματικών επειδή φοιτούσαν αποκλειστικά υπαξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού) τοποθετήθηκε διοικητής ο μετέπειτα στρατηγός Κωνσταντίνος Καλλάρης, ο οποίος πρότεινε τη δημιουγία ενιαίας στρατιωτικής σχολής (συγχώνευση των σχολών Ευελπίδων και Υπαξιωματικών) με αύξηση των φοιτούντων σε 240. Στο σχέδιο προβλεπόταν η δυνατότητα στους υπαξιωματικούς να εισαχθούν στη Σχολή Ευελπίδων. Η διάρκεια σπουδών προτάθηκε να είναι τέσσερα έτη, από τα οποία τα δύο πρώτα θα αφορούσαν την θεωρητική εκπάιδευση και τα δύο τελευταία την στρατιωτική. Παράλληλα, ο Καλλάρης ζητούσε την αύξηση των αρμοδιοτήτων του διοικητή της Σχολής και την υπαγωγή του Σχολείου στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου των Στρατιωτικών (Διονύσης Μοσχόπουλος, Ο στρατηγός Κωνσταντίνος Κάλλάρης και η εποχή του (1858-1940)).
Οι απόψεις του Καλλάρη συμπίπτουν με αυτές των αξιωματικών της γαλλικής αποστολής, με συνέπεια να αποφασισθεί η εκπαίδευση των Ευελπίδων να γίνει συντομότερη, λιγότερο θεωρητική και περισσότερο πρακτική. Αυτή η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το πρότυπο της École Polytechnique και να ακολουθηθεί η άλλη γαλλική στρατιωτική σχολή της Saint Cyr, η οποία εκπαίδευε αξιωματικούς του πεζικού και ιππικού της Γαλλίας. Η αλλαγή αυτή είχε άμεση επίπτωση στο ελληνικό ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο καθίσταται για πρώτη φορά από την ίδρυση του «ἰσότιμον πρός τά ἐν Ἀθήναις Πανεπιστήμια και ἰεραρχικώς τίθεται ἀμέσως μετά τά Πανεπιστήμια ταῦτα» (Κώστας Μπίρης, Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου).
Ο οργανισμός του 1914 προέβλεπε να γίνονται δεκτοί Ευέλπιδες απόφοιτοι γυμνασίου κατόπιν εξετάσεων. Αν ο υποψήφιος προερχόταν από ιδιώτες,τότε,όφειλαν να φοιτήσουν για ένα έτος στο ειδικό «Προπαρασκευαστικό λόχον ὑποψηφίων Εὐελπίδων», προκειμένου να λάβουν την απαιτούμενη στρατιωτική εκπαίδευση. Στη συνέχεια, θα παρακολουθούσαν όλοι μαζί, ιδιώτες και υπαξιωματικοί, τα μαθήματα στη Σχολή για δύο έτη. Ο αριθμός των εισακτέων ανήλθε στους 280. Στην πράξη πιθανόν να μη λειτούργησε ο «προπαρασκευαστικός λόχος» το 1914. Αργότερα, όπως φαίνεται από τα απομνημονεύματα του στρατηγού Καραβία, ο «λόχος» αυτός έλαβε σάρκα και οστά. Το 1920 θεωρήθηκε ως η 1η τάξη της Σχολής Ευελπίδων, χωρίς όμως να χάσει την πρακτική σημασία του.
Η ανώμαλη πολιτική κατάσταση που ακολούθησε ήταν φυσικό να επηρεάσει τη λειτουργία της Σχολής. Ο σχηματισμός Προσωρινής Κυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη (1916) οδήγησε έναν αριθμό Ευελπίδων να εγκαταλείψουν τη Σχολή και να προσχωρήσουν στον Στρατό της Εθνικής Άμυνας.
Το 1920 η διάρκεια φοίτησης στη Σχολή ήταν τριετής, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου παραμονής στον προπαρασκευαστικό λόχο. Ο στρατηγός Καραβίας αναφέρει για τη φοίτηση του στη Σχολή: «Ἡ ἐκπαίδευσις εἰς τήν Σχολήν ὑπῆρξεν ἐντατική καί σκληρή, διότι ἡ 4 ἐτῶν φοίτησις πού προεβλέπετο, συνεπτύχθη εἰς δύο, λόγῳ τῆς πολεμικῆς τότε περιόδου καί τῆς ἐλλείψεως στελεχῶν. Εἰς τήν τάξιν μου ἐφοίτων 70 εὐέλπιδες, ὅλοι προερχόμενοι ἐκ καλῶν οἰκογενειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης …….. Ὁ Πολιτικός Διχασμός τότε εἰς Κωνσταντινικούς καί Βενιζελικούς εἶχεν ἐπιδράσει καί εἰς τήν τάξιν μου. Εἴμεθα διηρεμένοι, ἀλλά εἶχεν ἀναπτυχθῆ τό πνεῦμα τῆς τάξεως, τό ὁποῖον καί διετηρήθη μέχρι τῆς ἀποχωρήσεως μας ἐκ τοῦ Στρατεύματος, ἀλλά καί κατά τόν πολιτικόν μας βίον ὑπάρχει ἀκόμη ἡ ἀλληλεγγύη. ….» Η πλειονότητα των εξερχομένων (κυρίως η τάξη του 1922) από τη Σχολή τοποθετείτο στη Στρατιά της Μικράς Ασίας, ένας μικρός αριθμός στη Στρατιά της Θράκης και λίγοι για την προκάλυψη της Μακεδονίας. Το 1924 η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων αυξήθηκε στα τέσσερα έτη, ενώ λειτούργησε εκ νέου η Σχολή Υπαξιωματικών. Το 1925 επανήλθε η μπλε στολή του Ευέλπιδος, η οποία είχε καταργηθεί από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο για άγνωστους λόγους. Κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του σχετικού διατάγματος (1924) διαπιστώθηκε ότι το εκπαιδευτικό υπόβαθρο των νεοεισαχθέντων Ευελπίδων δεν ήταν καλό. Οι λόγος ήταν ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις ήταν πολύ εύκολες και πολλά πιστοποιητικά σπουδών δεν ήταν αξιόπιστα (πολλοί Ευέλπιδες προερχόμενοι από τη Μ. Ασία δεν είχαν μαζί τους τα απαραίτητα έγγραφα. Το υπουργείο Στρατιωτικών έδωσε τη δυνατότητα με βεβαιώσεις δύο μαρτύρων οι υποψήφιοι να αποδεικνύουν ότι είχαν τελειώσει την τρίτη ή τετάρτη τάξη του γυμνασίου). Η διοίκηση για τη θεραπεία αυτής της κατάστασης υπέβαλε σε ειδική εξέταση τους νεοεισαχθέντες Ευέλπιδες. Οι επιτυχόντες θα πήγαιναν στην πρώτη τάξη, ενώ οι αποτυχόντες θα παρέμεναν στην προπαρασκευαστική για ένα επιπλέον έτος. Η τετραετής φοίτηση περιλάμβανε ακαδημαϊκά και στρατιωτικά μαθήματα πεδίου.
Ο Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος (Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, Μνήμες πολέμου και ειρήνης, τ. Α, εκδ Δήλος, Αθήνα, 1995) αναφέρει για την επιλογή των Όπλων (1927): «Την εποχή εκείνη διαλέγαμε τα Όπλα μας όταν τελειώναμε την προτελευταία τάξη (την τρίτη τάξη δηλαδή) και στην τελευταία κάναμε ειδίκευση, δηλαδή θεωρητικά μαθήματα το πρωί και γυμνάσια του Όπλου μας το απόγευμα, ώστε όταν τελειώναμε τη Σχολή και πηγαίναμε στα συντάγματα να είμαστε καλά προετοιμασμένοι. Για να διαλέξεις το Όπλο σου υπέβαλες μια αναφορά που έγραφες με τη σειρά ποια Όπλα προτιμούσες, δηλαδή π.χ Πεζικό, Πυροβολικό, Ιππικό και Μηχανικό γιατί το Όπλο των Διαβιβάσεων δεν υπήρχε τότε και τις επικοινωνίες τις είχε το Μηχανικό. Ανάλογα με τη σειρά της επιτυχίας σου στο τέλος της τρίτης τάξης πετύχαινες το πρώτο ή το δεύτερο Όπλο που διάλεξες και αν ήσουν από τους «πάτους», όπως λέγαμε τους τελευταίους, σε έριχναν όπου υπήρχαν κενά, εκεί δηλαδή που δεν είχαν διαλέξει οι άλλοι και που ήταν συνήθως το δύσμοιρο Πεζικό».
Για όλο το διάστημα από το 1914 μέχρι το 1923 η ποιότητα της εκπαίδευσης των Ευελπίδων υπήρξε πλημμελής, για λόγους κάλυψης επιστρατευτικών ή εκπαιδευτικών αναγκών του Ελληνικού Στρατού. Η φοίτηση ήταν τριετής κατά το χρονικό διάστημα 1834 – 1940, με κύρια κατεύθυνση να μην μειωθούν οι ώρες των διδασκομένων μαθημάτων. Η περίοδος του μεσοπολέμου (ειδικότερα, η διοίκηση του υποστράτηγου Γ. Δελαγραμμάτη υπήρξε αξιομνημόνευτη και παράδειγμα προς μίμηση) θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια γόνιμη περίοδος. Συγκεκριμένα απονεμήθηκε στη Σχολή πολεμική σημαία και καθιερώθηκε ο επίσημος τίτλος της «Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων» που ισχύει μέχρι σήμερα, αναγέρθηκε το «Ηρώον της Σχολής», δημιουργήθηκε ένα στρατιωτικό μουσείο ,το οποίο ήταν το μοναδικό σε ολόκληρη την Ελλάδα και διαρρυθμίσθηκαν δύο αίθουσες: η αίθουσα των Επάθλων και η Αίθουσα Τιμών.
Ο Στρατηγός Μπερδέκλης (Γεώργιος Μπερδέκλης, Αναμνήσεις ενός Ευέλπιδος (1940-1944), εκδ Παπαζήση, Αθήνα, 1995) αναφέρει τα ακόλουθα για τα συμβάντα στη Σχολή Ευελπίδων την ημέρα κήρυξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου: «Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου σχεδόν πριν ξημερώσει έγιναν ξανά όλα όπως την κάθε φορά. Ξυπνήσαμε με το εγερτήριο και με τις συνηθισμένες αγριοφωνάρες των τριτοετών να κάνουμε σβέλτα, πήγαμε τροχάδην στο γυμναστήριο για την πρωινή γυμναστική, γυρίσαμε ύστερα με άλλο σάλπιγμα, στο εστιατόριο, πήραμε το πρωινό μας ρόφημα –τσάϊ πάντα μ’ ελάχιστο ψωμί- και κατόπιν, νύχτα σχεδόν βρεθήκαμε, καθώς και οι Ευέλπιδες, των δύο άλλων τάξεων στα μελετητήρια για την πρωινή μελέτη. Άκρα ησυχία επικρατούσε, σ’όλες τις αίθουσες την ώρα της μελέτης.
Λίγα λεπτά πριν σημάνει η σάλπιγγα για τη λήξη της μελέτης, η ησυχία που επικρατούσε στα μελετητήρια, διακόπηκε από τους ήχους των σειρήνων της Πρωτεύουσας και από τις ζητωκραυγές των Ευελπίδων της ΙΙΙης τάξης στους οποίους είχε ανακοινωθεί από τη Σχολή η κήρυξη του Πολέμου και η τοποθέτησή των στις Μονάδες του Στρατού Εκστρατείας ως Ανθυπολοχαγών. …..» Σύντομα και οι Ευέλπιδες της ΙΙας τάξης, εκτός από ένα μικρό αριθμό που έμεινε στη Σχολή για τις ανάγκες λειτουργίας της, εξήλθαν προσωρινά στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστές- Ευέλπιδες και τοποθετήθηκαν σε έμπεδα ή σε μάχιμες μονάδες. Στους Ευέλπιδες της Ιης τάξης (τάξη 1943) δόθηκε άδεια. Επανήλθαν στη Σχολή περί τα μέσα Νοεμβρίου για να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους. Εξαιτίας του πολέμου το πρόγραμμα φοίτησης προβλέφθηκε να είναι σύντομο με κύριο βάρος τη στρατιωτική εκπαίδευση. Η κατάσταση άλλαξε στις 6 Απριλίου 1941. Η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας. Μετά από ένα δεκαήμερο, όταν οι Γερμανοί εξουδετέρωσαν την ηρωική αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων που μάχονταν στα οχυρά, οι Ευέλπιδες αποφάσισαν να αναχωρήσουν για τις Θερμοπύλες ,όπου μαζί με τους Βρετανούς θα λάβαιναν μέρος στην άμυνα κατά των Γερμανών. Δυστυχώς, η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων. Το επόμενο διάστημα οι συζητήσεις για συνέχιση του αγώνα στην Πελοπόννησο ή και εντός της ηπειρωτικής Ελλάδας αποτελούσαν το θεμέλιο για κάθε απόφαση. Όταν, στις 23 Απριλίου 1941, υπογράφηκε η σύμβαση συνθηκολόγησης ανάμεσα στον Τσολάκογλου και τους Γερμανούς, δόθηκε διαταγή από την Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών να εκτελέσουν οι Ευέλπιδες αστυνομικά καθήκοντα για την τήρηση της τάξης, κατά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Οι Ευέλπιδες δεν δέχθηκαν να εκτελέσουν αυτήν τη διαταγή και πήραν την απόφαση να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των κατακτητών στην Κρήτη. Την ημέρα αυτή παρέλαβαν τη σημαία της Σχολής και τον οπλισμό τους (τυφέκια Μάουζερ με 30-50 φυσίγγια για κάθε Εύελπι, ένα βαρύ πολυβόλο και πέντε οπλοπολυβόλα τύπου Λεμπέλ) και, μετά από περιπετειώδη κάθοδο, έφθασαν, στις 29 Απριλίου, στην Ιερά Μονή Γωνιάς στο Κολυμπάρι της Κρήτης. Κατά το διάστημα, από 23 Απριλίου μέχρι 20 Μαΐου, η Σχολή ετοιμάσθηκε για την αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Η εκπαίδευση για την υλοποίηση του σχεδίου της άμυνας υπήρξε εντατική.
Την 20 Μαΐου εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη. Ο Στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης σε ομιλία του για τα 50 χρόνια από την μάχη της Κρήτης (Εύελπις, Νοέμβριος 1991) αναφέρει : «Ήταν περίπου 7 το πρωί της 20ης Μαΐου, όταν την επικρατούσα γαλήνη διέκοψε η σήμανση του συναγερμού.
Δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε, πλην μιας Διμοιρίας επιφυλακής, όλοι οι άλλοι είμεθα άοπλοι, διότι την προηγουμένη ημέρα είχαμε παραδώσει τα όπλα μας, εν όψει της αναχωρήσεως μας για τις Μονάδες που προοριζόμεθα (την 20 Μαΐου οι Ευέλπιδες θα εξέρχονταν της Σχολής ως Ανθυπασπιστές και θα επάνδρωναν τα Συντάγματα της Κρήτης).
Σε λίγο, βλέπουμε ατελείωτες φάλαγγες αεροπλάνων να έρχονται από την κατεύθυνση της θάλασσας, που όσο πλησίαζαν, άλλαζαν σχηματισμούς και κατευθύνονταν στους στόχους των. Κατόπιν εντολής παραλάβαμε αμέσως τα όπλα μας. Χωρίς να καταλάβουμε περί τίνος ακριβώς επρόκειτο, συνειδητοποιήσαμε το μεγάλο κίνδυνο που διατρέχαμε από τις τρομερές εκρήξεις που ακούγαμε από την περιοχή του αεροδρομίου Μάλεμε και από τους πολυβολισμούς που δεχόμασταν εμείς καθώς τρέχαμε για τις θέσεις μάχης μας. Η διάταξη που είχαμε λάβει είχε τη μορφή ολοπλεύρου αμύνης για να καλυπτόμαστε απ’ όλες τις κατευθύνσεις.
Σε λίγο άρχισε η ρίψης αλεξιπτωτιστών, από τα μεταγωγικά αεροπλάνα, που ακολούθησαν σε δεύτερο κύμα, με τον κύριο όγκο να πίπτει στην περιοχή του Μάλεμε και, λιγότερους, προς την πλησιέστερη προς εμάς περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά που θα χρησιμοποιούσαμε τα απαρχαιωμένα όπλα μας και είχαμε πολλές αμφιβολίες αν θα λειτουργούσαν την κατάλληλη στιγμή. Ο Γερμανικός κλοιός σφίγγει και ο αγώνας αρχίζει. Με θαυμαστή ψυχραιμία αλλά και με άγνοια του κινδύνου, τους αφήνουμε να πλησιάσουν, τους αιφνιδιάζουμε με τα εύστοχα πυρά μας και τους προξενούμε σοβαρές απώλειες. Τους απασχολούμε έτσι όλη την ημέρα και δεν τους επιτρέπουμε ν’ απαγκιστρωθούν και να μεταβούν προς την περιοχή Μάλεμε, όπου εμαίνετο η κύρια μάχη. …». Την πρώτη ημέρα του αγώνα, η Σχολή είχε τον πρώτο νεκρό. Ήταν ο Εύελπις Ι Νικόλαος Ιατρούλης. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρα σκοτώθηκε ο Εύελπις Ι Γεώργιος Κουβελίδης και τραυματίσθηκαν οι: Ευέλπιδες Ι Μιαούλης Ελευθέριος, Μουζάκης Αντώνιος, Παπαδημητρίου Δημήτριος και Σωτηρακόπουλος Χρήστος.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας άρχισαν οι νυκτερινές πορείες. Την νύχτα 27 προς 28 Μαΐου, η Σχολή είχε φθάσει περί τα 25 χιλιόμετρα από τα Σφακιά, όπου διαπιστώθηκε ότι η φυγή ήταν αδύνατη. Εκεί, ο διοικητής της Σχολής διέταξε «τους ζυγούς λύσατε» διαλύοντας τη ΣΣΕ. Από το σύνολο των Ευελπίδων, οι 100 περίπου συνελήφθηκαν από τους Γερμανούς ως αιχμάλωτοι. Ένα μικρός αριθμός, περίπου 15, διέφυγε στη Μέση Ανατολή και οι υπολοιποι, φιλοξενούμενοι από κατοίκους της περιοχής, κατάφεραν να επιστρέψουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στις 6 Οκτωβρίου 1945, η Σχολή Ευελπίδων παρέλαβε τις πολεμικές Σημαίες της ΣΣΕ και του 70ου Συντάγματος Πεζικού και τις τοποθέτησε ευλαβικά στο στρατιωτικό μουσείο της. Στις 26 Ιανουαρίου 1946, η Πολεμική Σημαία της παρασημοφορήθηκε με τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας δια την ηρωική δράση των 300 Ευελπίδων. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, ορισμένοι Ευέλπιδες πολέμησαν στη Μέση Ανατολή , άλλοι έδωσαν τη μάχη εναντίον του κατακτητή μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης (Αρχεία της Εθνικής Αντίστασης, τ. 1-8, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα 1998) και μια τρίτη κατηγορία παρακολούθησε μαθήματα στα πανεπιστήμια των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Η Σχολή Ευελπίδων επαναλειτούργησε αμέσως μετά την απελευθέρωση (19 Οκτωβρίου 1944), με μαθητές τους Ευέλπιδες Ι και ΙΙ τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο. Σύντομα, το νέφος του Εμφυλίου Πολέμου (Δεκεμβριανά 1944) έφθασε και στο χώρο της Σχολής, ο οποίος για τρεις ημέρες μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Τελικά, οι Ευέλπιδες αποχώρησαν από το χώρο της Σχολής με απώλειες δύο νεκρούς (Υπολοχαγός Αθανάσιος Ράντος και Εύελπις Δημήτριος Πούλος) και 17 τραυματίες.
Η ΣΣΕ άρχισε να λειτουργεί εκ νέου τον Αύγουστο του 1945. Ο χρόνος φοίτησης περιορίστηκε, για τους Ευέλπιδες τους προερχόμενους από ιδιώτες σε δύο χρόνια και για τους προερχομένους από υπαξιωματικούς σε έξι μήνες. Ο περιορισμός αυτός οφειλόταν στη μεγάλη ανάγκη που είχε ο Ελληνικός Στρατός σε μικρά στελέχη. Με νόμο του 1949, η φοίτηση στη Σχολή αυξήθηκε για όλους στα τρία χρόνια. Από τον Ιανουάριο του 1952 επανήλθε η μπλε στολή και οι Ευέλπιδες έφεραν ξιφίδιο (αντικατέστησε την ξιφολόγχη Μάλιγχερ). Αργότερα, το 1961/1962, η παρεχόμενη εκπαίδευση θεωρήθηκε ισότιμη με τα υπόλοιπα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, η φοίτηση στη Σχολή έγινε τέσσερα χρόνια και ιδρύθηκε «Πτέρυγα Ευελπίδων Αξιωματικών Σωμάτων».
Το 1978 εορτάσθηκαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, τα 150 χρόνια λειτουργίας της Σχολής. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1982 ,η Σχολή μεταστάθμευσε στο σύγχρονο στρατόπεδό της, στη Βάρη Αττικής. Το επόμενο έτος καθιερώθηκε η είσοδος των Ευελπίδων μέσα από τη διαδικασία των πανελληνίων εξετάσεων, όπως σε όλα τα υπόλοιπα ΑΕΙ της χώρας. Το 1991, η Σχολή δέχθηκε τις πρώτες τρεις γυναίκες – Ευέλπιδες. Το νομικό πλαίσιο που ψηφίσθηκε το 2003 καθιστά τη Σχολή ουσιαστικά ισότιμη με τα Πανεπιστήμια της χώρας.
Ταξχος ε.α Δρ. Ανδρέας Καστάνης
Αναπληρωτής Καθηγητής ΣΣΕ